Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Ἡ Τεραστία Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ 1

ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΛΕΜΠΕΣΗ

 

Εἰς τήν πολυπληθῆ κατηγορίαν τῶν βλακῶν προσάπτεται ἀσφαλῶς ἄδικος κα ἐπιστημονικῶς ἐσφαλμένη μομφή, ὅταν οὗτοι χαρακτηρίζονται εἴτε ὡς ἄχρηστοι κα περιττόν βάρος τῆς κοινωνίας, εἴτε ὡς παρασιτικοί, ἐκφράζεται δέ συχνά ἡ ἀνόητος, ὡς θα ἴδωμεν, εὐχή ὅπως οὗτοι ἐκλείψουν. Τό πρόβλημα τῶν βλακῶν δέν εἶναι ἐν τούτοις ἁπλοῦν ὅταν ληφθῇ πρῶτον ὑπ᾿ ὄψιν ἡ στερεά καί ἀπολύτως ἀναγκαία θέσις, ἣν οὗτοι ἐπαξίως κατέχουν ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ. Οἱ βλᾶκες διαιροῦνται οὕτως εἰς δυ ὅλως ἀντιθέτους μεταξύ των «ὁμάδας», διεπομένας ὅμως ἀμφοτέρας ὑπό τοῦ αὐτοῦ νόμου, τοῦ διαφορισμοῦ. Ἡ πρώτη ἐκ τούτων ὁμάς καταλαμβάνει ὡς γνωστόν τάς ὑποδεεστέρας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις, ἤτοι εὑρίσκεται εἰς τάς κατωτάτας βαθμίδας τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ. Πόσον εὐεργετική διά τήν κοινωνίαν εἶναι ἡ ὁμάς αὕτη εἶναι περιττόν νά τονισθῇ, διότι ἄνευ αὐτῆς δέν θά ὑπῆρχεν ἐκμετάλλευσις καί ἄνευ ἐκμεταλλεύσεως δέν θά ὑπῆρχε πολιτισμός. Εἰς δέ τήν γλῶσσαν τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ: Ἄνευ αὐτῆς δέν θά ὑπῆρχε διαφορισμός, διότι ἀντί τῆς ἀνισότητος, θὰ ὑπῆρχεν ἰσότης, ἔστω καί ἐκ τῶν ἄνω, δηλαδή θά ἦσαν ὅλοι εὐφυεῖς, ὅπερ ἀπό τῆς ἀπόψεως τοῦ διαφορισμοῦ τό αὐτό: ὡς νά ἦσαν ὅλοι βλᾶκες· διότι ὁ διαφορισμός ἀπαιτεῖ ῥητῶς καί εὐφυεῖς καί βλάκας, περικοπτωμένων δέ οἱονδήποτε ἐκ τῶν δυο τούτων σκελῶν του, αἴρεται ὁλόκληρος. Ἄνευ δέ, κατ᾿ ἀκολουθίαν, τοῦ διαφορισμοῦ, καθισταμένου δυνατοῦ μόνον διά τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς τῶν βλακῶν, δέν ὑπάρχει κοινωνία. Τοιαύτη λοιπόν ἡ τεραστία κοινωνική σημασία τῶν βλακῶν, ἥτις ἄλλως τε ὑπό πάντων ἀναγνωρίζεται, μολονότι μόνον εἰς τόν κοινωνιολόγον εἶναι ἐπιστημονικῶς γνωστή.

Ἡ κατά τῶν βλακῶν καταφορά προκαλεῖται ἄλλως τε ὑπό τῆς δευτέρας ὁμάδος αὐτῶν, πλέον ἐνοχλητικῆς τῆς πρώτης, ἀλλά καί ἐνταῦθα ἡ καταφορά αὕτη, ἐφ᾿ ὅσον ἐμφανίζεται ὡς λογική κρίσις, εἶναι ἀκοινωνιολόγητος, ἤτοι ἀντεπιστημονική. Κατηγοροῦνται δηλαδή οἱ βλᾶκες τῆς δευτέρας ταύτης κατηγορίας ὅτι παναξίως κατέχουν σπουδαίας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις. Ἀλλ᾿ ἡ κρίσις αὕτη προδίδει πλήρη μίας ὡρισμένης μορφῆς τοῦ διαφορισμοῦ ἄγνοιαν. Ἡ μορφή αὕτη δεδομένη μέ φυσικήν ἀναγκαιότητα ὡς ὁ νόμος τοῦ διαφορισμοῦ εἶναι ὁ στοιχειώδης κανών: «δέκα βλάκες καθ᾿ ἑνός εὐφυοῦς· δέκα ἀνίκανοι καθ᾿ ἑνός ἱκανοῦ· δέκα ἀδύνατοι καθ᾿ ἑνός ἰσχυροῦ κ.ο.κ.». Τό φαινόμενον τοῦτο, κλασσικόν, τυπικόν καί αἰώνιον ἀφ᾿ ἧς ὑπάρχει ἀνθρωπίνη κοινωνία, δι᾿ ὅλης τῆς Ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, δύνανται νά εἶναι «τυχαῖον» ; Ἀλλά τυχαῖον εἶναι ὅ,τι ἀδυνατεῖ νά συλλάβῃ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Οὐδέποτε ὅμως ὅ,τι πρό πολλοῦ ἔχει συλληφθῇ εἰς τόν θεμελειώδη νόμον τοῦ διαφορισμοῦ. Καί τό μέν ψυχολογικόν ἐλατήριον τοῦ συνασπισμοῦ τῶν ὁπωσδήποτε «κάτω» κατά τῶν ὁπωσδήποτε «ἄνω» εἶναι δεδομένη διά τοῦ ressentiment. Ὁ συνασπισμός τῶν βλακῶν ἐνταῦθα εἶναι μηχανική ὀργάνωσις βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἐλαχίστης προσπαθείας» πρός ἀντιμετώπισιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως εἰς τό πρόσωπον τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ ἑνός. Ἡ ὀργάνωσις αὕτη περιωρισμένης ἐκτάσεως καλεῖται κοινωνιολογικῶς κλίκα (clique).

Ἡ ἔμφυτος τάσις τοῦ βλακός, ἐξικνουμένη συχνότατα εἰς ἀληθῆ μανίαν ὅπως ἀνήκῃ εἰς ἰσχυράς καί ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρας πάσης φύσεως ὀργανώσεις, ἐξηγεῖται πρῶτον μέν ἐκ τῆς εὐκολίας τῆς ἀγελοποιήσεως, εἰς ἣν μονίμως ὑπόκειται, λόγω ἐλλείψεως ἀτομικότητος (ἐξ οὗ καί τό μῖσος τοῦ κατά τοῦ ἀτόμου καί τοῦ ἀτομικισμοῦ), δεύτερον δέ ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ ζῳώδους πανικοῦ, ὑπό τοῦ ὁποίου μονίμως κατατρύχεται, ἐκ τοῦ δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθῃ εἰς τό παντός εἴδους προλεταριᾶτον. Ἀποτελεῖ δέ ἡ τάσις αὕτη ἀμάχητον σχεδόν τεκμήριον περί τοῦ βαθμοῦ τῆς πνευματικῆς του ἀναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεῖται αὐτόματος συρροή βλακῶν εἰς τάς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, αἴτινες,  ἐάν μέν εἶναι συμφεροντολογικαί, διατηροῦν τοὐλάχιστον τήν σοβαρότητα τῶν συμφερόντων των, ἐάν ὅμως εἶναι «πνευματικαί» περιέρχονται σύν τῷ χρόνῳ εἰς πλήρη βλακοκρατίαν. Εἰς τό φαινόμενον τοῦτο ὀφείλει τόν ἐκφυλισμόν του λ.χ. ὁ μασσωνισμός, oι ἁπανταχοῦ Ῥοταριανοί ὅμιλοι, ὅλοι oι «πνευματικοί» σύλλογοι, καί αὐτή αὕτη ἡ… Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν!  Ἑπόμενον εἶναι κατόπιν τούτων, ὅτι ὅπως ἡ λεγεών τῶν βλακῶν ὠθεῖται ἀκατανικήτως πρός τήν ἀγέλην καί πρός τάς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, οὕτω ὑφίσταται ἀκατανίκητον ἕλξιν ἀπό τάς παντός εἴδους ἀγελαίας ἀντιατομικάς καί ὁμαδιστικάς θεωρίας, ἀπό τοῦ πάσης φύσεως παρεμβατισμοῦ ἢ διευθυνομένης οἰκονομίας ἢ 4ης Αὐγούστου μέχρι τοῦ σοσιαλισμοῦ καί τοῦ κομμουνισμοῦ (ἄλλοι εἶναι οἱ ἐκμεταλλευταί τῶν θεωριῶν αὐτῶν). Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καί ἡ ἀτελεύτητος καί αὐστηροτάτη ἐπιλογή βλακῶν εἰς τά ὁμαδικά συστήματα ἡ ὁποία, τῇ βοηθείᾳ μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καί ὡς πολιτικόν καί κοινωνικόν καθεστώς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως,  χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καί ἐξόχως ἀντιπαθητική εἰς τούς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπό τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἰδία ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικάς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέσει συμφέροντα μέ τούς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καί ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τούς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διά τάς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρός τάς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαί συγκεντρώσεις καί causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καί τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καί διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος.

Ἀλλά πόθεν εἶναι δεδομένη ἡ πραγματική δυνατότης τῆς ἀποτελεσματικῆς δράσεως τῆς βλακικῆς ἀγέλης; Ἡ δυνατότης αὕτη εἶναι δεδομένη ἀπολύτως ἀντικειμενικῶς καί ἀνεξαρτήτως τοῦ ψυχολογικοῦ ἐλατηρίου (τοῦ ressentiment), τό ὁποῖον ἄλλως οὐδεμίαν θά εἶχε κοινωνικήν δρᾶσιν καί ἀκολούθως κοινωνιολογικήν σημασίαν. Εἶναι δεδομένη ἐκ τῆς μοιραίας θέσεως τήν ὁποίαν κατέχουν εἰς τήν κλίμακα τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ οἱ βλᾶκες, θέσεως εἰς τήν ὁποίαν εἶναι ἀναντικατάστατοι, διότι εἶναι θέσις ὑποδεεστέρα, ἀλλά καὶ ἀπολύτως ἀπαραίτητος διά τόν ὅλον κοινωνικόν μηχανισμόν, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἀπολύτως εἰς τάς κατωτέρας αὐτοῦ βαθμίδας. Εὐκρινέστατα διαφαίνεται ἡ ἐξάρτησις αὕτη τῶν ἀνωτέρω βαθμίδων καί προσώπων ἀπό τῶν κατωτέρων τοιούτων, ὅπου αὕτη λαμβάνει μορφάς καθαρῶς ἐκβιαστικάς, τάς ὁποίας γνωρίζουν πάντες οἱ κοινωνικοί ἄνθρωποι. Ὡς παράδειγμα δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ παρέλκυσις ἢ ὁ ἐνταφιασμός μίας ὑποθέσεως εἰς οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν ὑπό κατωτέρων ὑπαλλήλων, ἡ ἔκδοσις ἐντάλματος συλλήψεως κατά καταζητουμένου ἐκληματίου, εἰς περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν τά κατώτερα ἀστυνομικά ὄργανα εἶναι ἀλληλέγγυα πρός αὐτόν κλπ.

Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καί προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ καθίσταται ἀπολύτως νοητή καί ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διά κοινοῦ μεταξύ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτούς καί ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνός μέν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρός τα ἄνω καί παραλύσεως τῶν τυχόν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρός ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρός τήν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τό φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα. Ὅτι τήν ἐξέλιξιν ταύτην οὐδείς δύναται νά σταματήσῃ εἶναι φανερόν, ὅσον εἶναι φανερά ἡ νομοτελειακή συνάρτησις τῶν ὡς ἄνω δεδομένων. Κατά τήν αὐτήν συνάρτησιν τό φαινόμενον συνεχίζεται: «ἑνός βλακός προκειμένου μύριοι ἕπονται», ὁ δέ οὕτω ἀνελθών βλάξ θά προωθήσῃ ὁ ἴδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα ἑαυτοῦ, μέχρις ὅτου ἡ μία βιαία ἔξωθεν ἐπέμβασις, ὑπαγορευομένη ὑπό τῆς ἀνάγκης ἄλλου τινός κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ, ἢ ὁ φυσικός ἐκφυλισμός ἑνός τοιούτου ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἔσω, ἐπιφέρει θεμελιώδη τινά ἀνατροπήν ἢ καί αὐτόν τοῦτον τόν τερματισμόν τοῦ βίου τοῦ ἐκφυλισθέντος ὀργανισμοῦ. Οὕτω λ.χ., εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἡ τό 1910 ἀνελθοῦσα κοινωνική ὁμάς ἀνέτρεψε τήν ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν καί τῶν προσώπων καί ἐντός τοῦ παλαιοκομματισμοῦ, καταστήσασα δυνατήν τήν ὑπεφαλάγγισιν τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἀρχηγῶν ὑπό νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.).  Ἀλλά καί οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καί ὀργανώσεως, ἄνευ «κλίκας», ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καί μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπό τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμόν ὡς καί οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τάς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαῦται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκειά των ἢ νά εἶναι πλεονεκτική ἢ νά εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτοῦσαι πραγματικά προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων, καί ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς, ἀνατρέπονται καί κρημνίζονται εἰς τήν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καί ὑπό μεγάλου τινός ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοί ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καί τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τά ὁποῖα οὐδέποτε θά ἐπιδιώξῃ σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τά ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικά καά διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ. τα οποία ανέκαθεν απετέλεσαν ευπρόσδεκτα και ζωηρώς καταζητούμενα θύματα μεγάλων σατιρικών έργων της λογοτεχνίας, ένθα απηθανατίσθη ο ανώνυμος αυτός κοινωνικός τύπος. Στην άνοδο αυτού διευκολύνουν πλείστα προς τούτο ειδικά προσόντα: η παντελής έλλειψις προσωπικότητος, ήτις εκδηλούται εις την χρόνια απουσίαν γνώμης επί παντός ζητήματος, εις τον φόβο προ της ενδεχομένης διαφωνίας προς πάντα άνθρωπο, η ολιγόλογος ανιαρότης αυτού, εκλαμβανομένη υπό των αφελών ως βαθύνοια και σοβαρότης, οφειλόμενη δε πράγματι εις ανεπανόρθωτο έλλειψιν πνεύματος και πολιτισμού, κλπ. (Τοιούτοι λ.χ. δύο κλασσικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeυr».  Ο «ψωνίζων» έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηρία εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, ένθα παρά τοις ανθρώποις κείται συνήθως το πρόσωπον. Η ευφυΐα του, την οποίαν πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύπτει επιμελώς, συνίσταται εις το ν´ ακούη μόνον τα λεγόμενα των άλλων, ςυνοδεύων αυτά με εξυπνώδες τι ηλίθιον μειδίαμα. Δεν απαντά, διότι βεβαίως δεν είναι «κουτός» διά να «εκτεθή». Πάντα άνθρωπο κατ´ αρχήν θεωρεί ως εχθρόν ενεδρεύοντα να του αρπάση καμίαν εκδήλωσιν δια να τον εκθέση κακοήθως εις τους εχθρούς του. Πάντα δε άνθρωπο κατ´ αρχήν εκφράζοντα γνώμας θεωρεί άνευ δισταγμού βλάκα, κρύπτων ο ίδιος επιμελώς την ευφυΐαν του όπισθεν συγκαταβατικού μειδιάματος. Έχει την ευφυέστατη άποψιν, ότι ηλίθιοι ήσαν πάντες οι έχοντες γνώμην, οι γράψαντες βιβλία, ότι ο Καντ αδίκως εφιλοσόφησε και ο Μπετόβεν διέπραξε μεγίστην ηλιθιότητα συνθέσας τας μουσικάς του συμφωνίας. Η περιφρόνησίς του προς τους διανοουμένους και ιδίως τους αγωνιζομένους εξ αυτών και προς τους καλλιτέχνας είναι απέραντος, περί δε των ευφυολόγων φρονεί ότι πρόκειται περί γελωτοποιών τεταγμένων να τον διασκεδάζουν, γελά δε ουχί λόγω των ευφυολογημάτων των, αλλά λόγω της βλακείας των να λέγουν ευφυολογήματα άνευ πρακτικού τινός λόγου. Πάσας τας ανοησίας ταύτας των καλουμένων ευφυών καλύπτει ο «ψωνίζων» με μειδίαμα αυτοπεποιθήσεως, συγκαταβάσεως και μετριόφρονος υπεροχής…

Newsletter

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε τα άρθρα μας στο Newsletter σας.