Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Σύντομη περιδιάβαση στους δοκιμιακούς και ποιητικούς δρόμους του Οδυσσέα Σπαχή. ΜΕΡΟΣ 2ο

 

 ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

 

«Το Πορφυρό Προσωπείο» (Ίδμων 2010). Η συλλογή με τα 46 ποιήματα αφιερώνεται «Στη Δέσποινα». Ανοίγει με «Το Αγώνισμα της Ελευθερίας», αφιερωμένο στην κόρη του Ελευθερία, και κλείνει με ένα ομώνυμο πεζό κείμενο, με αφιέρωση στον γιο του Λέανδρο.

«Αμήχανο Κάλλος» (Λεξίτυπον 2017), με 30 ποιήματα και ένα πεζό Υ.Γ. Φέρει την προμετωπίδα: «Ἀμήχανον κάλλος, ἔφη, λέγεις, εἰ ἐπιστήμην μὲν καὶ ἀλήθειαν παρέχει, αὐτὸ δ᾽ ὑπὲρ ταῦτα κάλλει ἐστίν·» (Πλάτωνος Πολιτεία 509a-b), και την αφιέρωση «Στη μνήμη του αδελφού του Γιώργη».

«Εύνοια ελευθερίας» (Λεξίτυπον 2019), με προμετωπίδα: «Η Εύνοια Ελευθερίας είναι μια ερμηνευτική αρχή, που θεσμοθετήθηκε από τον Μάρκο Αυρήλιο. Σύμφωνα με αυτήν, σε κάθε περίπτωση που είναι αναγκαία η ερμηνεία, γίνεται δεκτή από το δικαστήριο εκείνη, η οποία είναι ευνοϊκότερη για την ανθρώπινη ελευθερία». Περιλαμβάνει 30 ποιήματα και τρία σύντομα πεζά κείμενα που παρεμβάλλονται ως «λυρικά ιντερμέδια». Αφιερώνεται στη γιαγιά του, «ένα από τα μαρτυρικά θύματα της ολοκληρωτικής καταστροφής των Ανωγείων Κρήτης, που προκάλεσαν οι Χιτλερικοί στις 13 Αυγούστου 1944. Πέρασαν εβδομήντα πέντε χρόνια σιωπής, αφότου ένα εγγόνι της, τιμώντας τη μνήμη της, προσπαθεί ν’ αποτυπώσει την τραγική υπεράσπιση της ανθρωπιάς απέναντι στη βαρβαρότητα. Και μ’ αυτήν την έννοια, τούτη η συλλογή αφιερώνεται σε όλες τις γυναίκες, που μαρτύρησαν κατά την αντίστασή τους σε κάθε τυραννία για χάρη της ελευθερίας».

«Το Εκκρεμές της Σιωπής» (Δρόμων 2022), μία θεματική συλλογή με 34 ποιήματα, τα τέσσερα πεζόμορφα. Φέρει προμετωπίδα ένα ζωγραφικό πίνακα του Νίκου Κακαδιάρη και «Αφιερώνεται σ’ όλους όσοι αφέθηκαν σιωπηλοί κι εγκαταλελειμμένοι μέσα σε στρατόπεδα, νοσοκομεία, γηροκομεία και καταυλισμούς προσφύγων».

Έλεγα, στο πρώτο μέρος, ότι η νομική παιδεία, η μελέτη της μυθολογίας και της φιλοσοφίας, έχουν αφήσει το ίχνος τους στο συνολικό έργο του Σπαχή. Κι ακόμη, ότι ο τόπος που πρωταγωνιστεί στα δοκίμιά του, μπολιάζει και την ποίησή του. Για τη σχέση ποίησης και μνήμης έχει μιλήσει, υπενθυμίζω, με φιλοσοφικό στοχασμό και ποιητική γλώσσα στο δοκίμιο «Η Μνήμη του Κόσμου και του Ποιητή». Και επαναλαμβάνει συχνά ότι «η ποίηση χωρίς τη μνήμη, δεν μπορεί να ανθίσει». Μια φράση που θυμίζει την άποψη του Yeats: «Δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη».

**

Ο Οδυσσέας Σπαχής κάθε τόσο επιστρέφει στη γενέθλια γη. Η μνήμη του τόπου είναι και δική του μνήμη, που ενίοτε πυροδοτεί την ποιητική έμπνευση. Όμως, ακόμη κι αν αυτή η επιστροφή συντελείται σε ένα τοπίο έμφορτο από ατομικές ή προγονικές μνήμες, τα ποιήματά του δεν είναι προσωπικές εξομολογήσεις. Ο ποιητής δεν προτάσσει τον εαυτό του. Αντιθέτως, επιχειρεί μια ανάγνωση του κόσμου, ο οποίος θεάται ως συλλογική μνήμη και συνείδηση, μέσα στην οποία βεβαίως ενυπάρχει και το προσωπικό βίωμα. «Καθώς περπατούσα στις βουνοπλαγιές του Ψηλορείτη, ένιωθα ότι η αισθητική αυτού του τόπου γεννά έναν ανόθευτο αισθησιασμό, τον οποίο βίωνα με την ιδιότητα του παρατηρητή, που είχε απλώς και μόνο το βάρος της συνέχειας μιας συλλογικής μνήμης» (Η Μνήμη του Κόσμου). Ο τόπος (και δη το ιερό βουνό), με τις συνδηλώσεις του από το μυθικό παρελθόν ως τη σύγχρονη ιστορία αλλά και με τη φύση του, ενσωματώνεται στην ποίηση του Σπαχή. Τα αρχέγονα σύμβολα του μινωικού κόσμου, Ίκαρος, Κουρήτης, Επιμενίδης, Αριάδνη, Μινώταυρος, Λατρευτής, γίνονται διαρκής ποιητική ύλη (Βλέπε και Επίμετρο).

 

Η μνήμη των σπαθιών

 

Έζησα με τη μνήμη των σπαθιών

και με κρητικά μαχαίρια

να κόβουν γόρδιους δεσμούς

των ηνίοχων αναστεναγμών μου.

Χόρεψα με το κροτάλισμα

των ασπίδων των Κουρητών,

όταν ο ήλιος στεφάνωνε

τη μυστική ίδιος συμφωνία,

τραγουδώντας […]

(Το Πορφυρό Προσωπείο)

Το Αγώνισμα της Ελευθερίας

Ο αγωνιστής της Ελευθερίας

σαϊτεύει το ακόντιό του,

συχνά έξω από το στάδιο,

[…]

ίδιος ο φτερωτός Ίκαρος,

που δεν ανέχεται το πέταγμα, το χαμηλό,

«το εντός ορίων και σταδίων».

(Το Πορφυρό Προσωπείο)

 

Στη Νάξο

 

Αυτό το περιστέρι, / που τον έρωτα / του Θησέα και της Αριάδνης /

συνόδευσε ως τη Νάξο, / φτερουγίζει / σιωπηλό κι απορημένο. /

Αν ταξιδέψει για Αθήνα / επικροτεί / τον αλαζόνα Θησέα /

που εγκατέλειψε / τη φεγγαρόφωτη. / Αν επιστρέψει στην Κρήτη /

δεν θ’ αντέξει / το θρήνο του βασιλικού οίκου. /

Αδιέξοδο δίλημμα / για τραγική απόφαση.

(Το εκκρεμές της σιωπής)

 

Στη συλλογή «Εύνοια Ελευθερίας», οι ιστορικές αναφορές είναι σαφείς στις τρεις ενδιάμεσες αφηγήσεις, με ημερομηνία 13 Αυγούστου. Ο χρόνος, που σαν να κλείδωσε στην αποφράδα για τη γενέτειρα του ποιητή ημέρα του 1944 (ημέρα ολοκαυτώματος των Ανωγείων), αναδιπλώνεται στο 1970 (όπου μία νεαρή αγωνίστρια κακοποιείται βάναυσα στα κρατητήρια της Χούντας) και ύστερα στο 1974 (όπου κάποια μάνα μάταια καρτερεί τον αγνοούμενο, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γιο της). Σηματοδοτείται έτσι ένα τμήμα της σύγχρονης ιστορίας (Κατοχή και Δικτατορία) ως εποχές ανελευθερίας και βαρβαρότητας αλλά και μεγαλείου και αντίστασης, μέσα από τις τραγικές ιστορίες τριών διαφορετικών γυναικών. Σημείο εκκίνησης και τερματισμού του ποιητικού λόγου η αγιασμένη μορφή της μητέρας του πατέρα του, μαρτυρικό θύμα της ναζιστικής θηριωδίας, η οποία εχάθη άταφη –αλλά όχι άκλαυτη. Τη μνήμη της τιμά ο εγγονός που δεν γνώρισε, πλαισιώνοντας το καθαυτό σώμα του βιβλίου με δύο πεζά κείμενα, μία εναρκτήρια αφιέρωση και μία ΥΓ. «Μαρτυρία από τον οίκο της μνήμης»:

«Αχ! γιαγιά Αφροδίτη. Δεν πρόλαβες να μας αφηγηθείς το θρύλο του πρίγκιπα της Ζωμίνθου. […] Αχ! γιαγιά Αφροδίτη. Τρεις φορές ασπάστηκες τον γιο σου καθώς έφευγε για τη Μικρά Ασία και με δέκα ευχές ξεπροβόδισες τον άντρα σου. Τους έχασες και τους δύο. […] Αχ! γιαγιά Αφροδίτη. Ο άφωνος πόνος σου συνάντησε τις ματιές της θλίψης κι έγινε μαύρο χρώμα, που έβαψε τα σύννεφα πάνω από το αναδυόμενο ανάκτορο της Ζωμίνθου. […] Σ’ αυτόν τον οίκο είχες μυηθεί στο δέος του Λατρευτή. Ένα απόγευμα χάθηκες στον κόσμο των σκιών, μόλις φίλιωσες το φως με το ζωοποιό σου πνεύμα».

Ωστόσο, η συλλογή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ευρύτερο ποιητικό μνημόσυνο για πολλούς σεπτούς εκλιπόντες, πρότυπα αγωνιστικότητας και ηθικής: μαχητές της ελευθερίας, αφανείς πνευματικούς ήρωες που με τις γνώσεις τους υπηρέτησαν έμπρακτα την κοινωνία, αλλά και καθημερινούς ανθρώπους που, ενσαρκώνοντας τον πόνο και την αρετή, τίμησαν τη ζωή. Και ενώ διαφαίνεται η έννοια της οφειλής, ο λόγος δεν είναι πένθιμος ούτε σταματά στα στενά όρια μιας ατομικής οδύνης, οργής ή νοσταλγίας. Αντιθέτως, μέσα από ποιήματα φιλοσοφικού και υπαρξιακού περιεχομένου, προβάλλονται διαχρονικές αρετές και αξίες: ευθύνη, δικαιοσύνη, ελεύθερη βούληση, περηφάνια, ανδρεία, σωφροσύνη, πραότητα, μεγαλοψυχία, ορθοφροσύνη, τιμιότητα, καρτερία, επιείκεια, ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη, κοινωνική προσφορά, αγάπη. Το αίτημα-όραμα της ελευθερίας, που συχνά επαναφέρει ο Σπαχής, εδώ προβάλλεται με την οδυνηρή του στέρηση. Η ποιητική ματιά του ανιχνεύει σε βάθος τις τραγικές συνέπειες αυτής της συμφοράς. Ο τόπος υποδουλώνεται, άνθρωποι χάνονται και ξεριζώνονται, μαζί και τα διαχρονικά σύμβολα ηρωισμού και ελευθερίας. Το ολοκαύτωμα κάνει πρόσφυγα και τον Κουρήτη και τον Ίκαρο.

 

ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΩΤΗ

13 Αυγούστου 1944. Μ’ ένα βλέμμα απ’ την κορυφή της Ίδης άρχιζε το ταξίδι για τον μυθικό πρίγκιπα του ανακτόρου της Ζωμίνθου. Η ομορφιά του σαγήνευε τις Χάριτες των θρύλων κι οι νεράιδες των παραμυθιών στεφάνωναν τους βοστρύχους του. Η σκιά του απογειώθηκε με τα φτερά της ελευθερίας, συντροφεύοντας τον Ίκαρο. Στον κύκλο των Κουρητών ρητόρευε με το χάρισμα της σοφίας κι η λαλιά του έσμιγε με τη μουσική αρμονία των κελαηδισμάτων των πουλιών. Μιλούσε κι ο χρόνος αποτύπωνε την ηχώ της φωνής του στα φαράγγια, σιωπούσε και τ’ αηδόνι σταματούσε το κελάηδισμά του. Οι πρόγονοι, οι πρώτοι διαβάτες της Ίδης, ανάσαιναν στο στέρνο του, έβλεπαν με τα μάτια του και μιλούσαν με το στόμα του. Μυριάδες στεναγμοί απλώθηκαν ως τα μακρινά πελάγη την ώρα του αποτρόπαιου εγκλήματος που, ακόμη, απαιτεί τιμωρία. (Εύνοια Ελευθερίας)

 

Ο λατρευτής της σιωπής

Λατρευτή, η ανάγκη σ’ οδηγούσε καθώς πορευόσουν στα διάσελα της Ζωμίνθου και σ’ αποθανάτιζε το φως του κάλλους πάνω στο υφάδι των οριζόντων. Μονολογούσες πως ο μαχητής δεν έχει δικαίωμα στην αλαλία γιατί μόνο αυτός καταχωρεί στο ημερολόγιο του αγώνα τις μάχες της τιμής. Ο ανήλεος χρόνος σαν αγέρι τρεμάμενο σε συντρόφευε στην εσχατιά τούτης της αινιγματικής επικράτειας. Η αγάπη συνόδευε τ’ ακρότατα όρια της λύπης και σ’ αυτήν την πορεία θυμήθηκες κραυγές, φωνές κι ύβρεις. Καθάρισε ο ουρανός και τα σύννεφα της φωτιάς έφεραν τη μνήμη. Θυμήσου! Θυμήσου! Θυμήσου! Η σιωπή του πρώτου έρωτα. Ευλογημένη ώρα.

(Το εκκρεμές της σιωπής)

Μα τίποτα δεν διαρκεί αιώνια. Μετά το πένθος και την καταστροφή η επιστροφή και η ανάταση, η συνέχιση της ζωής και της ειρηνικής δημιουργίας. Ο Σπαχής λοιπόν μέσα από τα κάτοπτρα του μύθου και της ιστορίας, βλέπει το παρελθόν να σμίγει με το παρόν, τον μύθο με την πραγματικότητα, τη φύση με τον πολιτισμό.

 

Το πορφυρό προσωπείο

Ο Κουρήτης συνάντησε τον λυράρη […] «Πρίγκιπα του ιερού βουνού» είπε με συγκίνηση ο λυράρης […] «Οι μελωδίες της λύρας μου δεν είναι παρά η αχνή ανάσα της κρητικής γης, το θρόισμα της βελανιδιάς, ο τζίτζικας του μεσημεριού, η αύρα του Ψηλορείτη. […] «Δεν είσαι παρά ο ήχος του σύμπαντος της Μεσογείου (είπε ο Κουρήτης), ένα θαλασσινό κροτάλισμα, η αύρα του μαχητή, η παντοτινή ερωτική φλόγα […] Βροντερέ λυράρη, […] είσαι το παράπονο του αδικημένου, η φωνή της δικαιοσύνης, η χαρά της νιότης και το πρωινό θάμπος. Λυράρη, παίξε τη λύρα κι άφησε την οδύνη της ζωής, δεν βλέπεις τη λύπη και τον έρωτα μαζί στο πρόσωπό μου;…». Η μουσική γέμισε τα σπλάχνα του Κουρήτη. Θυμήθηκε το τίναγμα των ιερών χορδών στο ιερό σπήλαιο. […] Το σύμπαν έγινε μικρό κύτταρο που λαχάνιαζε στο στέρνο του. Η Αγάπη… Χαμογέλασε και χύθηκαν τα επτά χρώματα της ίριδας στα πεζοδρόμια, οι αυλές των σπιτιών άνθισαν με βασιλικούς κι ο ουρανός μεταμορφώθηκε σε αμπελώνα, που ραχάτευε. […] «Με ρωτάνε πώς μπορώ να αγαπώ τη ζωή και αυτή να μην αποκαλύπτει στο φως τα άχραντα μυστήριά της; Τους προτρέπω, λοιπόν, να αρνηθούν το σκοτάδι και να χρωματίσουν, όπως αυτοί γνωρίζουν, το πορφυρό προσωπείο του Κόσμου…».   (Το πορφυρό προσωπείο)

Μέσα σ’ αυτό το «πορφυρό προσωπείο», στην ομορφιά και τη φωτεινότητά του, μαθητεύει στο κάλλος και τον έρωτα. Ωστόσο, τα πρωτοπρόσωπα και ερωτικά ποιήματα είναι λίγα.

 

Ζωγραφίζοντας την ομίχλη

 

Κι αν ζωγραφίζω με το φως

την ομίχλη του άγουρου χειμώνα,

τη σκοτεινή ύλη της πορφυρής θάλασσας

που ρέει εντός σου,

θέλω να αιχμαλωτίσω·

για να ξεπλύνω το λερό ρείθρο

της καθημερινότητας.

Κι αν, πάλι, πύρινες σκέψεις στοχασμού

λεμονανθούς στο ξέφωτο του λογισμού ριπίζουν,

ποιο τάχα σκοτάδι θα υμνεί το σώμα σου

όταν σβηστούν οι αναμνήσεις της φωτιάς;

(Το πορφυρό προσωπείο)

 

Το στεφάνι του ήλιου

 

Ποια αχτίδα / σε στεφάνωσε τ’ απόγευμα, / ποιου ηλιοβασιλέματος /

σε πλημμύρισε η λάμψη / κι έγινε η ίρις των ματιών σου /

επτάφωτος άγγελος, / που φέγγει / στη μυστική ένωση. /

Λυτρωτική, / ιαματική / στο άλγος / απόκρυφου πένθους.

(Αμήχανο κάλλος)

 

Οι δεσμοί του ποιητή με τούτο το τοπίο, τοπίο μύθου και φωτός, είναι ισχυροί. Η μαθητεία στο κάλλος οδηγεί στον θαυμασμό του άρρητου και στη σιωπηλή περισυλλογή. Μια σιωπή, που «μερικές φορές αντικαθιστά τον Λόγο, του οποίου η εκφορά είναι αδύνατη. Και συχνά συντροφεύει την αμηχανία μπροστά στο δέος του κάλλους» (Το εκκρεμές της σιωπής, οπισθόφυλλο). Σ’ αυτό το ανέκφραστο δέος είχε αναφερθεί και αλλού:

«ΥΓ. … ο Ιούνιος χάριζε στο χωριό μας τα χρώματα του θέρους […] Τραβήξαμε (με τον μικρότερο αδερφό μου, τον Γιώργη) δυτικά και φτάσαμε στο ύψωμα με τον ανοιχτό ορίζοντα προς τη δύση. Αντικρίσαμε τον δίσκο του δύοντος ηλίου να βυθίζεται προς τις παραλίες του βόρειου Ρεθύμνου. Ήμασταν παιδιά και δεν είχαμε διδαχθεί ακόμη να εκφράζουμε τη συγκίνησή μας μπροστά στην ομορφιά… Ο Γιώργης χάθηκε πρόωρα, εγώ συνεχίζω. Γι’ αυτό του λέω έστω και τώρα: αμήχανο κάλλος». (Αμήχανο κάλλος)

Στο πρώτο του αυτό σύμπαν, σε μια ευδαιμονική συμβίωση με τη φύση, ο Σπαχής στοχάζεται κυρίως· για τη ζωή, την αλήθεια, τον αγώνα, τις αξίες. Αργότερα θα συνεχίσουν να τον απασχολούν, ως μείζονα πανανθρώπινα ζητήματα, το μυστήριο της ζωής, ο πόνος και ο θάνατος, η φύση και τα φαινόμενα, η αληθινή γνώση, το φως, η ποίηση, η μνήμη και η λήθη, ο λόγος και η σιωπή, και κυρίως η ελευθερία, το δίκαιο, ο χρόνος ως φιλοσοφική έννοια, το κάλλος ως αισθητική και ηθική αξία. Η τελευταία του συλλογή, «Το εκκρεμές της σιωπής», περιλαμβάνει εξ ολοκλήρου ποιήματα γύρω από το θέμα της σιωπής, με ενδιαφέρουσες εκδοχές. Ύψιστη αρετή η σιωπή. Το αντίθετο της άχρηστης φλυαρίας. Σοφία που πορεύεται τη μέση οδό της σύνεσης. Άσκηση αυτογνωσίας, αυτοκυριαρχίας και ενδοσκόπησης. Συνέχει τα πάντα στη φύση. Παρηγοριά και ελευθερία για τους κατατρεγμένους πρόσφυγες η σιωπή των βουνών. Μα και λυπημένη σιωπή σε χώρους τρομώδους φόβου, στρατόπεδα και φυλακές. Εγκλεισμός και μοναξιά σε σπήλαια σιωπής. Κι ακόμη, η αινιγματική σιωπή του αναστημένου Λαζάρου αλλά και του Βιτσέντζου Κορνάρου. Ένα εκκρεμές η σιωπή από την ευφορία στην οδύνη. Απ’ όπου κι αν κινηθεί, η αρμονική του ταλάντωση θα ισορροπήσει στο κέντρο. Έκπληξη μπροστά στο θαύμα του Κόσμου.

 

Νόημα

 

Τα βράχια / καλλωπίζουν τα βουνά / χωρίς ανταμοιβή,/

οι πεταλούδες / ανέμελα πετούν /

και τ’ αστέρια περιπλανώνται / στα βάθη του σύμπαντος /

με σύντροφο τη σιωπηλή άβυσσο.

Μόνο ο άνθρωπος / ζητά χαρά / με το φτερούγισμα της φαντασίας του /

και με το διαβατήριο του χρόνου / ταξιδεύει, / επινοώντας /

νόημα και σκοπό.

 

ΣΙΩΠΗΛΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σιωπηλή ελευθερία,

αγύρτισσα των λιμανιών

κι αλήτισσα των μελτεμιών,

ξακουστή υφάντρα

των χαλιών της Αφρικής.

[…]

Σιωπηλή ελευθερία,

όπως η κορυφή του Ψηλορείτη

καθώς αγναντεύει το πέλαγος,

όπως η πρόσφυγας

απ’ τα πεδία των μαχών

που αγκαλιάζει το μωρό της.

 

ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΧΑΡΕΤΙΣΜΟΣ

 

Αφιερώνεται στη μνήμη

του παππού Κωνσταντίνου

 

Κόντευε μεσάνυχτα / και το φεγγάρι του Σεπτέμβρη / είχε ανέβει /

στο ύψος του, / μόλις πάνω / απ’ την κορφή του Ψηλορείτη […]

Το σεληνόφως / χάιδευε τις οροσειρές / ζωγραφίζοντας /

την ακατανίκητη ροή του χρόνου. /

Εκείνος σηκώθηκε / απ’ το πεζούλι του μιτάτου […]

Σαν φευγαλέο χελιδόνι / η μνήμη αναπαριστούσε / παρέες /

και ζωηρές κουβέντες / μ’ εχθρούς και φίλους. /

Έτσι προχωρούσε / η ζωή ανέκαθεν, / έχθρα και φιλότητα / ομάδι. /

Τώρα ήθελε / να τα προσπεράσει […]

Αναζητούσε / σ’ αυτόν τον γάμο / φωτός και σκότους, /

μια περίληψη της ζωής […]

Με μια εφηβική σβελτάδα / κίνησε για την επιστροφή /

μ’ επίγνωση και χωρίς φόβο. /

Τα βήματά του / ήταν σταθερά, / οδηγούμενα απ’ τη γνώση /

πως κι αυτός / κομμάτι της φύσης είναι /

και συντάσσεται με την ανάγκη της. […]

Κι έχουν περάσει / κοντά εκατό χρόνια / από τότε. /

Κι η μνήμη ακόμη τα ιστορεί.

***

 

Η ποίηση του Οδυσσέα Σπαχή, θεμελιωμένη τόσο στην εμπειρία όσο και στην πνευματικότητα, αναζητά το συμπαντικό και το αιώνιο. Αφοσιωμένη, στο μεγαλύτερο μέρος της, στον στοχασμό, εκλογικεύει το συναίσθημα και επικεντρώνεται στη διανοητική διατύπωση, με εκφραστική οικονομία και ακρίβεια. Σαν κάποιος να ρητορεύει, μέσα στη μυθολογία του τοπίου, με λόγο υψιπετή, που μοιάζει να μη θέλει να αποφύγει τον στόμφο, παλινδρομώντας σε λόγιους γλωσσικούς τύπους, χωρίς όμως ποτέ να φτάνει σε υπερβολές ή μεγαλόστομες καυχησιολογίες. Αντιθέτως, με τρόπο νηφάλιο, με υποβλητικές παύσεις, μουσικότητα, συχνές παρομοιώσεις και αντιθέσεις, υπερβατά σχήματα, επαναλήψεις και μεταφορικές εκφράσεις δημιουργεί ένα συγκρατημένα μεγαλόπρεπο ύφος. Η ποίηση αυτή με τον επιτηδευμένο λόγο, είναι και μορφολογικά ενοποιημένη. Ποιήματα σύντομα, με παραβίαση της συντακτικής σειράς και το ρήμα συχνά στο τέλος. Στίχοι ανισοσύλλαβοι, σπασμένοι, σε κάθετη διάταξη. Μια επιλογή αξιοπρόσεκτη, ειδικά σε δύο συλλογές, όπου το ποίημα οπτικοποιείται και σαν εικαστική ή γλυπτή σύνθεση αρχαίου αμφορέα. Στην τελευταία, ωστόσο, συλλογή ο λόγος γίνεται πιο απλός, πιο φυσικός και οικείος.

Αξίζει, νομίζω, να επισημανθεί επίσης η σύζευξη πρόζας και ποίησης που τολμά ο Σπαχής, παραβιάζοντας, κατά κάποιο τρόπο, παγιωμένες συμβάσεις σε σχέση με τα όρια των λογοτεχνικών ειδών. Παρατηρείται δηλαδή μία αλληλοεισχώρηση πεζού και ποιητικού λόγου με εκατέρωθεν διηθήσεις. Στα ποιήματα ηθελημένη αποδραματοποίηση του λόγου, ενώ στα πεζά, όπου ο αφηγητής εμπλέκεται βιωματικά, έκδηλη ποιητικότητα και λυρική ευαισθησία.

***

Ο Οδυσσέας Σπαχής, έχει ήδη ειπωθεί, νιώθει μέρος της κοινής εμπειρίας. Η ποίησή του δεν είναι ποίηση του Εγώ, είναι του Εμείς. Ορίζει μάλιστα με επιμονή την περιοχή της, δίνοντας προτεραιότητα στη διάνοια. Μια ποίηση ιδεών που προσπαθεί, τόσο στο πεδίο των θεματικών επιλογών όσο και στη χειραφέτηση της γλώσσας, να ενώσει ποίηση και φιλοσοφία.

Συχνά υπαρξιακές αναζητήσεις και φιλοσοφικές ρήσεις, ακόμη και σαν ποιητικές εικόνες, διατυπώνονται ως ποιητικοί συλλογισμοί ενός παντεπόπτη νου, που μιλά μετά λόγου γνώσεως, σε τριτοπρόσωπο λόγο και ενεστώτα της διάρκειας, για όλα εκείνα τα πολύτιμα αποκτήματα που μας κληροδότησαν οι αιώνες, χωρίς να κρίνει, να διαμαρτύρεται, να κομπορρημονεί, να ναρκισσεύεται, να επιβάλλει, ούτε καν να διδάσκει.

Έτσι, το ποιητικό αυτό ιδίωμα με τη θαυμαστή πύκνωση και τη χαρακτηριστική υφολογική ενότητα, αποπνέει κάτι δωρικό. Μια σοβαρότητα που ίσως και να αποβαίνει εις βάρος της συγκίνησης. Ο στίχος «εγκεφαλικός», στα περισσότερα, καθώς επιλέγεται η αποστασιοποιημένη ματιά που δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ούτε επιδιώκει να το διεγείρει. Εξάλλου είναι μια ποίηση που αναζητά την ουσία των όντων. Που, μέσω της αισθητικής, προβάλλει κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Που στρατεύεται στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου, με την ήρεμη δύναμη του στοχαστικού αποφθεγματικού λόγου.

Να είναι άραγε η φωνή εκείνου του Κουρήτη από το μυθολογικό παρελθόν, του πρίγκιπα της αρχαίας Ζωμίνθου, που κάθε τόσο επανέρχεται ως διαχρονικό σύμβολο υπεράσπισης του δικαίου και της ομορφιάς; ο σοφός εκείνος μάντης με την καθολική εποπτεία και την αύρα του ιερού βουνού, που μας καλεί για επιστροφή στην πραγματική παιδεία, στην καλλιέργεια της χρηστότητας και της αλληλεγγύης, στην αναζήτηση ουσιαστικής ζωής, στην αρμονική σχέση με τη φύση, στις αρχές ενός ευρύτερου ανθρωπισμού, στην οικοδόμηση μιας μελλοντικής ελεύθερης και πιο δίκαιης κοινωνίας; Εν κατακλείδι, ο Οδυσσέας Σπαχής, από την πρώτη του κιόλας νεότητα, νιώθει ταγμένος συνεχιστής ενός εντόπιου πολιτισμού με βαθιές ρίζες και χαρακτηριστικά οικουμενικότητας, που αξίζει να διασωθεί. Αυτή την ηθική υπερασπίζεται, με επιμονή και συνέπεια, σε όλο του το έργο, ποιητικό και δοκιμιακό.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

  1. Αμήχανο Κάλλος:

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Των Δυνάμεων

οι πρώτοι ερμηνευτές,

την ακατάλυτη ορμή τους

στο σχήμα του Μινώταυρου

ζωγράφισαν.

Του Ίκαρου τα φτερά

με ελευθερίας μήνυμα

την οικουμένη σκέπασαν

στου ιστορικού χρόνου

την αυγή.

Της αγάπης την ανιδιοτέλεια

η κόρη τους,

η Αριάδνη,

αποκάλυψε

και στα σύμβολα της φύσης

αποτύπωσαν,

ύστατη κληρονομιά τους,

την αμφισημία

του κόσμου.

*

 

«ΑΕΙ ΜΥΣΤΕΣ»

 

Ανάβαση

στο ιδεατό σπήλαιο της Ίδης

πόθησε,

για καθαρμό

στου βουνού τις πηγές.

Τα δαιδαλώδη

κι ανερμήνευτα μονοπάτια

του μακάριου ύπνου

αναζήτησε.

Για να μνημονεύονται

τ’ Επιμενίδη οι απόγονοι

ως «αεί μύστες»

κι όχι ως «αεί ψεύτες»

στις διαδρομές της ιστορίας.

*

 

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

 

Στις τσιμεντένιες πόλεις

θλιμμένα περιστέρια

σχοινοβατούν,

το σκοτεινό μέλλον

προφητεύοντας.

Στο μελανό ορίζοντα

των καιρών μας

με αμήχανα φτερουγίσματα

την ευαισθησία μας λογχίζουν,

προάγγελοι

της μελλοντικής βαρβαρότητας.

*

 

ΦΙΛΕ

 

Μίλησέ μου

φίλε

με τα λησμονημένα γλωσσάρια

των ωκεανών,

για τα χρώματα των μεδουσών

και τις θαλάσσιες γοργόνες

των παιδικών παραμυθιών.

Μνημόνευσε

τον πολύχρωμο ιριδισμό

των σύννεφων του ταξιδιού.

Θυμήσου

τις αναμονές

στα σύνορα της σιωπής.

*

 

Με το Αλφαβητάρι των Αγγέλων

 

Στου ίσκιου σου την επικράτεια

ο δικός του ταξιδεύει∙

όταν η ίριδα των ματιών σου

πολιορκεί

το μπλε τ’ ουρανού,

αυτός προστατεύει

τους ορίζοντες του βλέμματός σου.

Τη ζωή σου ανασταίνει

όταν το απόγευμα

τις ώρες του κηδεύει.

Κι όταν ο κόσμος σιωπά,

με τ’ αλφαβητάρι των αγγέλων

να σου κουβεντιάζει

δε σταματά.

  1. Εύνοια Ελευθερίας:

 

ΓΕΦΥΡΕΣ

 

Αφανή γιοφύρια

ενώνουν

το σώμα

ορατού κι αόρατου,

λογικής και παράλογου

χαράς και λύπης.

Απ’ όλες,

πιο σημαντική,

της ιερής φύσης

η γέφυρα,

που ζωή και θάνατο

συνδέει.

*

 

ΑΤΙΘΑΣΟ ΤΕΚΝΟ

 

Ο άνθρωπος

της φύσης γέννημα,

πρώτος

τη μάνα του

εχθρεύεται

κι υπονομεύει.

Με τα όρια της

ασφυκτιεί,

όπως τ’ ατίθασο παιδί,

που τις μητρικές αγκάλες

για φυλακή

φαντάζεται.

*

 

ΑΓΩΝΙΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

 

Η φύση

που το κάλλος δομεί,

την ασχήμια ανέχεται

κι ευδαιμονία χαρίζει,

όταν η οδύνη

απέρχεται.

Το φως ακτινοβολεί,

το σκότος,

όμως,

στο σύμπαν

ενεδρεύει.

Η αγάπη συντροφεύει,

όταν το μίσος

απελαύνει.

Με τις αντιφάσεις

και του θανάτου

τη βεβαιότητα

η αγωνία συντροφεύεται

στην πορεία τ’ αγνώστου.

*

 

ΘΕΑΣΗ

 

Στην ορχήστρα του κόσμου

η συμφωνική του κάλλους

συντροφεύει

της αρμονίας τη μουσική.

Ακολουθούν,

των αριθμών η μελωδία

και της γνώσης η σοφία.

Απόμακρος,

μοναχικός,

σκεπτόμενος,

ο Λόγος

ηγείται,

εκφράζοντας

αξιωματικά

το Νόημα.

 

ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ, Φιλόλογος

Newsletter

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε τα άρθρα μας στο Newsletter σας.